ὕπαυλος

ὕπαυλος
ὕπαυλος, ον, ([etym.] αὐλή)
A under or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, S.Aj.796.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ύπαυλος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την αυλή ή στην αυλή 2. φρ. «σκηνῆς ὕπαυλον» κάτω από τη σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αυλος (< αὐλή), πρβλ. ἔν αυλος, πάρ αυλος] …   Dictionary of Greek

  • ὕπαυλον — ὕπαυλος under masc/fem acc sg ὕπαυλος under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԳԷԶ — ( ) NBH 1 0125 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 8c, 11c ա. Ուր չկայցէ կամ չկարիցէ լինել գէզ, այս ինքն նիշ արատոյ կամ խարանաց. անկիծ եւ անգծելի. անարատ. անբիծ. անաղտ. վճիտ. սեռն եւ սերտ. ... ἁχάρακτος carens notis, signis *Որ փափուկքն են… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”